- κέρατο
- το (Μ κέρατον)σκληρή απόφυση που αναπτύσσεται στο κεφάλι πολλών οπληφόρων θηλαστικών και έχει διάφορα σχήματανεοελλ.1. μτφ. καθετί που προεξέχει αντιαισθητικά2. πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση που φέρνει δυσκολίες3. το φανταστικό σημάδι τών απατημένων συζύγων και εραστών, τών κερατάδων4. φρ. α) «κέρατο βερνικωμένο»i) ο πλούσιος ή αξιωματούχος ή αριστοκράτης κερατάςii) δύστροπος, πεισματάρης και τυραννικός άνθρωποςβ) «τό 'κρύψε στού βοδιού το κέρατο» — τό εξαφάνισεγ) «φοράω κέρατα σε κάποιον» ή «βάζω κέρατα σε κάποιον» — κερατώνω, απατώ, κάνω κάποιον κερατάδ) «(γαμώ) το κέρατό μου» — έκφραση αγανάκτησηςε) «στού διαόλου το κέρατο» — σε πολύ απομακρυσμένο σημείοστ) «τα κέρατά μου...» — υπερβολικά μεγάλη ποσότητα, μέχρις αηδίας («έφαγα τα κέρατά μου σήμερα»)5. παροιμ. α) «δεν τό λέει η γίδα, τό λέει το κέρατο» — ο φόβος τής τιμωρίας κάνει κάποιον να σιωπάβ) «τού φτωχού το κέρατο στο κούτελο και τού άρχοντα στο γόνατο» — η ατιμία τών φτωχών γίνεται αμέσως γνωστή ενώ τών πλουσίων συγκαλύπτεταιμσν.φρ. α) «κάμνω κέρατα τοῡ ἀνδρός μου» — απατώ τον άνδρα μουβ) «μοῡ φυτρώνουν κέρατα στὴν αὐλή» — μέ απατά η γυναίκα μου.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κέρας].
Dictionary of Greek. 2013.